- φυσιογραφικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ»οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντεςβ) «φυσιογραφικός παράγοντας»οικολ. κάθε παράγοντας, εκτός τών κλιματικών, βιοτικών και εδαφικών, που επηρεάζει τις επικρατούσες συνθήκες σε έναν βιότοπο και την κατανομή τών ζώων και τών φυτών και που μπορεί να είναι λ.χ. η τοπογραφία τής περιοχής, το υψόμετρο, οι συνθήκες στράγγισης, ο βαθμός διάβρωσης, η κλίση τού εδάφους κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογράφος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1849 στον Φίλ. Ιωάννου].
Dictionary of Greek. 2013.